- ἐπικάλυμμα
- -ατος + τό N 3 2-1-0-1-0=4 Ex 26,14; 39,20(34); 2 Sm 17,19; Jb 19,29cover, covering, veil Ex 26,14ἀπὸ ἐπικαλύμματος from deceit? (metaph.), mss ἀπὸ κρίματος from judgement Jb 19,29
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἐπικάλυμμα — cover neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικάλυμμα — το (Α ἐπικάλυμμα) [επικαλύπτω] νεοελλ. εξωτερικό σκέπασμα, κάλυμμα τής επιφάνειας, επένδυση αρχ. 1. κάλυμμα, μέσο συγκαλύψεως («πλοῦτος πολλῶν ἐπικάλυμμά ἐστι κακῶν», Μέν.) 2. (για το σώμα) οτιδήποτε καλύπτει ένα άνοιγμα … Dictionary of Greek
επικάλυμμα — το, ατος εξωτερικό κάλυμμα, κάλυμμα της επιφάνειας, σκέπασμα, επένδυση: Μετάλλινο επικάλυμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικάλυμμ' — ἐπικάλυμμα , ἐπικάλυμμα cover neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλυμμάτων — ἐπικάλυμμα cover neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύμμασι — ἐπικάλυμμα cover neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύμμασιν — ἐπικάλυμμα cover neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύμματα — ἐπικάλυμμα cover neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύμματι — ἐπικάλυμμα cover neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύμματος — ἐπικάλυμμα cover neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek